καταλυσιμος

καταλυσιμος
    καταλύσιμος
    2
    (ῠ) устранимый, искоренимый
    

(κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταλυσιμος" в других словарях:

  • καταλύσιμος — η, ο (AM καταλύσιμος, ον) [κατάλυσις] νεοελλ. μσν. (για τρόφιμα) εκείνος τού οποίου επιτρέπεται η κατάλυση* σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός τού Μεγάλου Σαββάτου») αρχ. (για πράγματα) αυτός που πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • καταλύσιμον — καταλύσιμος to be dissolved masc/fem acc sg καταλύσιμος to be dissolved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»